παρακαλεῖ — παρακαλέω call to pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) παρακαλέω call to pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) παρακαλέω call to fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παρακαλέω call to fut ind act 3rd sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… … Dictionary of Greek
СПАРТА — • Sparta, 1. топография, см. Laconica, Лаконика; 2. история. В земле Лаконской жили первоначально лелеги, потом пришли ахеяне из одного царского рода, родственного с Персеидами, место которых позднее заступили Пелопиды. При… … Реальный словарь классических древностей
молитисѧ — МОЛ|ИТИСѦ (>1000), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Просить, умолять: Таче по мнозѣмь исхожении ѥмѹ. приде ѥдиною къ манастырю молѧсѧ великомѹ ѳеѡдосию. да бы при˫ать былъ. ЖФП XII, 49г; и ныне ѧ молюсѧ вамъ как то мозите стоѧти ѹ тои правдѣ и ѹ кр҃тномь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Πρίαμος — Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, γιος του Λαομέδοντα. Είχε πολλές γυναίκες και ευνοούμενες, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη ήταν η Εκάβη. Ήταν πατέρας 50 παιδιών, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται σχεδόν όλα από την παράδοση. Νέος ακόμα είδε την… … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… … Dictionary of Greek
δέηση — η (AM δέησις) προσευχή, παράκληση που απευθύνεται στον Θεό (α. «Σάρρα, άμε, κάμε προσευκή, δέηση στο Θεό μας», Θυσ. Αβραάμ β. «δέησιν ποιεῑσθαι», ΚΔ) αρχ. μσν. η παράκληση, το να παρακαλεί κάποιος για κάτι μσν. 1. το «τρίμορφον» παράσταση στην… … Dictionary of Greek
ευκτέον — εὐκτέον (Α) (ρημ. επίθ. τού ρ. εύχομαι) πρέπει να εύχεται, να παρακαλεί κανείς … Dictionary of Greek
θεαγωγός — θεαγωγός, όν (Α) (παπ.) αυτός που επικαλείται τον θεό, αυτός που παρακαλεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγωγός] … Dictionary of Greek